- πολυσπερχής
- πολυ-σπερχής, ές,A very diligent, zealous, Eust.1385.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυσπερχής — ές, Μ πολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπερχής (< σπέρχομαι «σπεύδω, βιάζομαι»)] … Dictionary of Greek
πολυσπερχές — πολυσπερχής very diligent masc/fem voc sg πολυσπερχής very diligent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπερχῶν — πολυσπερχής very diligent masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσπούδαστος — ον, ΜΑ πολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος, πολυσπερχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπουδάζω (πρβλ. περι σπούδαστος)] … Dictionary of Greek